ἐρῦκάνω

ἐρῦκάνω
ἐρῦκανάω, ἐρῦκάνω: parallel forms of ἐρύκω, α 1, Od. 10.429 (v. l. ἐρύκακε).

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ερυκάνω — ἐρυκάνω (Α) (επικ. τύπος) ερυκανώ …   Dictionary of Greek

  • ερυκανώ — ἐρυκανῶ, άω (Α) (ποιητ. αντί ερύκω*) κωλύω, εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, κρατώ …   Dictionary of Greek

  • ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”